- δυσσύνοπτος
- -η, -ο (Α δυσσύνοπτος, -ον)νεοελλ.(για θεωρία, αφήγηση κ.λπ.) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συνοψίσειαρχ.αυτός που γίνεται δύσκολα αντιληπτός («δυσσυνόπτου τῆς κατὰ τὸν ἀέρα περιστάσεως ὑπαρχούσης», Πολύβ.).
Dictionary of Greek. 2013.