δυσσύνοπτος

δυσσύνοπτος
-η, -ο (Α δυσσύνοπτος, -ον)
νεοελλ.
(για θεωρία, αφήγηση κ.λπ.) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συνοψίσει
αρχ.
αυτός που γίνεται δύσκολα αντιληπτός («δυσσυνόπτου τῆς κατὰ τὸν ἀέρα περιστάσεως ὑπαρχούσης», Πολύβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυσσύνοπτον — δυσσύνοπτος hard to get a view of masc/fem acc sg δυσσύνοπτος hard to get a view of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσσυνόπτου — δυσσύνοπτος hard to get a view of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσσύνοπτα — δυσσύνοπτος hard to get a view of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”